.αυτοῦ — αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] … Dictionary of Greek
αὐτοῦ — αὐτός self neut gen sg αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ just there indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτοῦ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. — τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. См. Собственной тени боится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως. — См. Протей … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καὐτοῦ — αὐτοῦ , αὐτός self neut gen sg αὐτοῦ , αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ , αὐτοῦ just there indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)